τριηράρχημα

τριηράρχημα
τρῐηράρχ-ημα, ατος, τό,
A expense of the τριηραρχία, D.50.1 ap.Harp. (codd. ἐπιτρ-).
2 a tax levied in Egypt for the up keep of the navy, PMich.Zen.100.2, PCair.Zen.12.47, al., PGrad.6.3, PRev.Laws94.3, PPetr.3p.276, PHib.1.104.3 (all iii B. C.).
II trierarch's crew of seamen, D.50.44.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριηράρχημα — expense of the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηράρχημα — τὸ, Α [τριηραρχῶ] 1. η δαπάνη τής τριηραρχίας 2. το υπό τον τριήραρχο πλήρωμα ναυτών («οὔτε γὰρ τῷ τριηραρχήματι οὔτε τοῑς ἐπιβάταις καὶ τῇ ὑπηρεσίᾳ χρήσοιτο», Δημοσθ.) 3. (στην αρχ. Αίγυπτο) φόρος ο οποίος προοριζόταν για τη συντήρηση πλοίου …   Dictionary of Greek

  • τριηραρχήματι — τριηράρχημα expense of the neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριηραρχήματος — τριηράρχημα expense of the neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”